- αμετάφραστος
- -η, -ο (Μ ἀμετάφραστος, -ον) [μεταφράζω]1. αυτός που δεν μπορεί να μεταφραστείνεοελλ.αυτός που δεν μεταφράστηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετάφραστος — untranslatable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάφραστος — η, ο αυτός που δε μεταφράστηκε ή δεν μπορεί να μεταφραστεί: Αυτό το κομμάτι το ξέχασες αμετάφραστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμετάφραστον — ἀμετάφραστος untranslatable masc/fem acc sg ἀμετάφραστος untranslatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόδοτος — η, ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, ον) [ἀποδίδωμι] αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα βλ. ανανταπόδοτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να… … Dictionary of Greek